- κρεδνερίτης
- ο(ορυκτ.) σπάνιο ορυκτό οξείδιο τού μαγγανίου και τού χαλκού.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. crednerit < όν. τού Κ. F. Heinrich Credner, Γερμανού γεωλόγου, + κατάλ. -it].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.